ψαλτά

ψαλτά
επίρρ. см. ψαλτικά 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ψαλτά" в других словарях:

  • ψαλτά — ψαλτός sung to the harp neut nom/voc/acc pl ψαλτά̱ , ψαλτός sung to the harp fem nom/voc/acc dual ψαλτά̱ , ψαλτός sung to the harp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψάλτας — ψάλτᾱς , ψάλτης harper masc acc pl ψάλτᾱς , ψάλτης harper masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλτός — ή, ό / ψαλτός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. τραγουδιστός αρχ. (κυρίως για εκκλησιαστικό ύμνο) αυτός που ψάλλεται με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου. επίρρ... ψαλτά Ν με ψαλμωδία …   Dictionary of Greek

  • ψάλται — ψάλτης harper masc nom/voc pl ψάλτᾱͅ , ψάλτης harper masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»